- εὐθύμαχος
- εὐθῠμᾰχ-ος [pron. full] [ᾰ], ον,A = εὐθυμάχης, Simon.137.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθυμάχος — εὐθυμάχος, ον (Α) ο ευθυμάχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχος (< μάχομαι) πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] … Dictionary of Greek
Εὐθυμάχου — Εὐθύμαχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐθυμάχων — Εὐθύμαχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυμάχων — εὐθυμάχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐθυμάχῳ — Εὐθύμαχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυμάχῳ — εὐθυμάχος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐθύμαχον — Εὐθύμαχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
ευθυμαχία — εὐθυμαχία, ἡ (Α) [ευθυμάχος] η φανερή μάχη … Dictionary of Greek
ευθυμαχώ — εὐθυμαχῶ, έω (Α) [ευθυμάχος] μάχομαι τίμια, αγωνίζομαι φανερά χωρίς απάτη … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek